- διαβαλλόμενος
- διαβάλλωthrowpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχύβουλος — ον, Α αυτός που αποφασίζει γρήγορα («διαβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος] … Dictionary of Greek